Benutzer:Shi Annan/Koligos

aus Wikipedia, der freien Enzyklopädie
Zur Navigation springen Zur Suche springen
Dieser Artikel (Koligos) ist im Entstehen begriffen und noch nicht Bestandteil der freien Enzyklopädie Wikipedia.
Wenn du dies liest:
  • Der Text kann teilweise in einer Fremdsprache verfasst, unvollständig sein oder noch ungeprüfte Aussagen enthalten.
  • Wenn du Fragen zum Thema hast, nimm am besten Kontakt mit dem Autor Shi Annan auf.
Wenn du diesen Artikel überarbeitest:
  • Bitte denke daran, die Angaben im Artikel durch geeignete Quellen zu belegen und zu prüfen, ob er auch anderweitig den Richtlinien der Wikipedia entspricht (siehe Wikipedia:Artikel).
  • Nach erfolgter Übersetzung kannst du diese Vorlage entfernen und den Artikel in den Artikelnamensraum verschieben. Die entstehende Weiterleitung kannst du schnelllöschen lassen.
  • Importe inaktiver Accounts, die länger als drei Monate völlig unbearbeitet sind, werden gelöscht.
Vorlage:Importartikel/Wartung-2024-05

Koligos, Koligas, oder Kolligas (griechisch Κολίγος/Κολίγας/Κολλίγας[1]) nannte man die Leibeigenen (Δουλοπάροικος). Die Koligas bewirtschafteten fremde Ländereien mit eigener Arbeit und dem benötigten Material (Samen, Tiere, Werkzeuge, Maschinen) und erhielten als Lohn für die Arbeit die Hälfte des Ertrags.

Das Wort Koligos kommt vom mittelalterlichen „κολλίγας“, hergeleitet aus dem lateinischen „collega“ (`σύντροφος, συνέταιρος΄ -ς, -ας, -ος). Es bedeutet ungefähr Mitbewohner, Kamerad.

Unter osmanischer Herrschaft

[Bearbeiten | Quelltext bearbeiten]

Die Koligi, landlose Bauern griechischer Ethnie, bewirtschafteten während der Zeit der osmanischen Herrschaft die türkischen Kleinbauernhöfe Thessaliens (Tsifliki, τσιφλίκι) und hatten das Recht, dort zu wohnen. Sie durften ihre Herden auf dem Land des Herrenhauses weiden lassen, für das sie arbeiteten. Sie waren Besitzer von Pflugtieren, hauptsächlich Ochsen und selten Büffeln. Die ihnen für den Anbau zugeteilte Fläche hing von der Anzahl der Tiere ab, die jeder von ihnen in seinem Besitz hatte.[2] Die reichen Besitzer des Landes, die Grundbesitzer (Γαιοκτήμονας - Geoktimonas), durften sie nicht aus ihren Häusern vertreiben oder ihre landwirtschaftlichen Geräte, Tiere und Saatgut als Schulden beschlagnahmen.

Lebensbedingungen nach der Befreiung Griechenlands

[Bearbeiten | Quelltext bearbeiten]

Nach der Annexion Thessaliens an Griechenland im Jahr 1881 wechselte das Land die Besitzer. Es ging von den türkischen Grundbesitzern an die Griechen aus der Diaspora über, welche sich sehr oft als schlechter erwiesen als ihre Vorgänger.[3] Der damalige Premierminister Charilaos Trikoupis führte die selbe Politik im Bereich der Landwirtschaft fort, weil die neuen Käufer der Ländereien Geld aus dem Ausland brachten. Dies stärkte die Wirtschaft des Landes und war der Grund dafür, dass die Ländereien in den Händen der Grundbesitzer blieben. Der Unterschied bestand darin, dass den Koligos nun die Mindestrechte entzogen wurden, die sie während der türkischen Besatzung hatten.[4]

Die Lebensbedingungen der Koligoi waren nach der Annexion von Thessalien und Arta schlechter, als die ihrer Vorfahren während der türkischen Besatzung, da die Vertreibung von den von ihnen bewirtschafteten Ländereien drohte.[2] Darüber hinaus wurde die ohnehin schon schlimme Situation der armen Bauern durch die internationale Situation belastet, da sich die Weltwirtschaft zu der Zeit in einer akuten Krise befand. So waren die Landwirte verpflichtet, ihrem Grundbesitzer ein Drittel oder die Hälfte ihrer Erträge als Miete für die Weidehaltung ihrer Herden zu zahlen, um das Haus ihres Herrn mit einer ausreichenden Menge an Käse, Butter, Feuerholz und anderen Gütern zu versorgen, und ein weibliches Familienmitglied als Dienerin zu schicken. Die Grundbesitzer verfügten auch über die Körper der Frauen und Töchter der Koligoi. Oft gab es Vergewaltigungen.[3]

Die Koligs lebten in Hütten (Τρώγλη), hatten keine medizinische Versorgung und starben daher an Krankheiten wie Malaria und erhielten keine Bildung. Wann immer der Gutsherr ihnen einen offiziellen Besuch abstattete, knieten die Koligs nieder (σύρονταν γονυπετείς), schlugen dreimal mit der Stirn auf den Boden und küssten seinen linken Fuß. Der Druck, die Armut und die Demütigungen, denen sie ausgesetzt waren, waren unerträglich. Die Herren hatten das Recht, mit der Peitsche zu bestrafen (τιμωρίας με μαστίγιο), wenn sie einen von ihnen für ungehorsam hielten.[3][5]

Massnahmen von Trikoupis

[Bearbeiten | Quelltext bearbeiten]

Als Trikoupis erkannt, dass die Auslandsgriechen in Griechenland großen Landbesitz erwarben, schuf er ein System des wirtschaftlichen Schutzes, für die Leibeigenen. Zunächst verfünffachte er 1884 den Zoll und erhöhte ihn 1892 um weitere 1,600 %, mit dem Ziel, die Einfuhr von Getreide aus dem Ausland zu begrenzen und das inländische Getreide zu stärken, um dessen Wert zu steigern. Gleichzeitig wurden weitere Reformen durchgeführt:

  1. Die „Zehnsteuer“ (φόρος της δεκάτης - foros tis dekatis) auf Getreide wurde abgeschafft und durch die „Steuer auf Pflugtiere“ (φόρο των αροτριώντων κτηνών -foro ton arotrionton ktinon) ersetzt, was den Grundbesitzern entgegenkam, da sie nicht an den Besitz, sondern an die Anzahl der Tiere geknüpft war, welche die Koligoi nutzten.
  2. Er schaffte das Zollamt Thessaloniki ab , was den Staat mit etwa 300.000 Drachmen belastete, aber den Kleinbauern die Umsiedlung erleichterte, damit sie ihre Tiere auf den von ihnen gepachteten Flächen nahe der griechisch-türkischen Grenze weiden konnten.

Der Schutz der Ländereien durch den Staat verstärkte die aggressive Haltung der Grundbesitzer, die das Ackerland einschränkten:

   um eine künstliche Überbewertung von Getreide im Inland und damit eine Steigerung ihres Wertes zu erreichen
   die von nomadischen Hirten zur Pacht angebotenen Flächen zu vergrößern, um das Einkommen der Heimbewohner zu erhöhen.

Die oben genannten Reformen führten zu Folgendem:

   42,4 % Reduzierung der Getreideanbauflächen in den Jahren 1885 – 1897 ,
   Getreidedefizit in Griechenland und
   Erhöhung des Schutzzolls auf die Einfuhr von Getreide.

Die Überbewertung des einheimischen Weizens führte zu einer kontinuierlichen Aufwertung der landwirtschaftlichen Nutzfläche in Thessalien. Der Wert landwirtschaftlicher Flächen stieg in den Jahren 1880 – 1917 um das Fünf- bis Sechsfache .

Im Jahr 1919 kam der parlamentarische Ausschuss zu dem Schluss, dass die Reformen von Charilaos Trikoupis zum Schutz der Gehöfte die Stadtentwicklung verzögerten, was im Widerspruch zur Trikoupi-Politik stand, aber auch eine Folge der empirischen Aufnahme zurückkehrender Expatriates war.

  • Κατάργησε το τελωνείο της Θεσσαλονίκης, επιβαρύνοντας το κράτος κατά 300.000 δραχμές περίπου, αλλά διευκολύνοντας τους τσιφλικούχους να μετακινούνται, ώστε να βόσκουν τα ζώα τους σε περιοχές κοντά στα ελληνοτουρκικά σύνορα τις οποίες νοίκιαζαν.

Η προστασία των κτημάτων από το κράτος ενίσχυσε την επιθετική στάση των γαιοκτημόνων οι οποίοι περιόρισαν τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις:

  1. για πετύχουν την τεχνητή υπερτίμηση των σιτηρών στο εσωτερικό της χώρας και επομένως την αύξηση της αξίας τους
  2. για να αυξηθούν οι προσφερόμενες για ενοικίαση από νομάδες κτηνοτρόφους περιοχές ώστε να αυξηθούν τα έσοδα των τσιφλικούχων.

Αποτέλεσμα των παραπάνω μεταρρυθμίσεων ήταν:

  • Μείωση των καλλιεργούμενων με σιτηρά εκτάσεων κατά 42,4% στα χρόνια μεταξύ 1885-1897,
  • έλλειμμα δημητριακών στην Ελλάδα και
  • αύξηση του προστατευτικού δασμού για την εισαγωγή σιτηρών.

Η υπερτίμηση του εγχώριου σίτου επέφερε συνεχή ανατίμηση της αγροτικής γης στη Θεσσαλία. Η αξία της γεωργικής γης αυξήθηκε 5-6 φορές στα χρόνια 1880-1917.

Το 1919 η κοινοβουλευτική επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα πως οι μεταρρυθμίσεις του Χαρίλαου Τρικούπη με σκοπό την προστασία των τσιφλικιών καθυστερούσαν την αστική ανάπτυξη κάτι που ερχόταν σε αντίθεση με την τρικουπική πολιτική αλλά παράλληλα αποτελούσε συνέπεια της εμπειρικής υποδοχής των επαναπατριζόμενων ομογενών.[4]

Το κίνημα των κολίγων

[Bearbeiten | Quelltext bearbeiten]

Εξαιτίας των άθλιων συνθηκών ζωής τους και της συνεχούς εύνοιας των γαιοκτημόνων από το κράτος αναπτύχθηκε το απελευθερωτικό κοινωνικό κίνημα των κολίγων, του οποίου το πολιτικό πρόγραμμα είχε ως βάση το σύνθημα της απαλλοτρίωσης και του μοιράσματος των κτημάτων.[2] Αρχικά οι κολίγοι δημιούργησαν τις δικές τους οργανώσεις στην Καρδίτσα, τη Λάρισα και τα Τρίκαλα. Έπειτα ξεκίνησαν να μεθοδεύουν τις κινητοποιήσεις τους με συλλαλητήρια και εξεγέρσεις. Από το 1908 βρίσκονται σε διαρκή κινητοποίηση. Τον Φεβρουάριο του 1909 έγινε στην Καρδίτσα το πρώτο μεγάλο αγροτικό συλλαλητήριο και ακολούθησαν άλλα μικρότερα τον ίδιο μήνα σε Τρίκαλα, Σοφάδες, Αγιά, Τύρναβο και Φάρσαλα. Στις αρχές του 1910 η κινητοποίηση γενικεύεται σε όλο τον θεσσαλικό κάμπο.[6] Πρωτεργάτης στον ξεσηκωμό και την κινητοποίηση των κολίγων στάθηκε ο Μαρίνος Αντύπας.

Μαρίνος Αντύπας

[Bearbeiten | Quelltext bearbeiten]

Ο Μαρίνος Αντύπας γεννήθηκε το 1872 στο χωριό Φερεντινάτα της Πυλάρου στην Κεφαλλονιά. Ο πατέρας του, Γεώργιος Αντύπας που εργαζόταν ως ξυλογλύπτης και μαραγκός και η μητέρα του, Αγγελική Κλάδα ήταν μικροαστοί.

Η οικογένεια του Μαρίνου Αντύπα μετακόμισε στο Αργοστόλι όπου ο Μαρίνος, τον Ιούνιο του 1890, αποφοίτησε από το Γυμνάσιο, μετά από πολλές στερήσεις. Επίσης φοίτησε για ένα διάστημα στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο Μαρίνος Αντύπας ήταν υπερασπιστής των λαϊκών ελευθεριών και των φυσικών δικαιωμάτων και αναγκών του ανθρώπου. Όλη του τη ζωή αγωνιζόταν για την αφύπνιση του λαού και κυρίως των εργατικών και αγροτικών τάξεων.

Ως φοιτητής εξ αρχής χαρακτηρίστηκε σοσιαλιστής από τους κοινωνικούς και πολιτικούς του αγώνες, οργανώνοντας ομιλίες. Ο Μαρίνος πολέμησε μαζί με άλλους φοιτητές στον πόλεμο των Κρητών στην Κρητική Επανάσταση του 1896. Έπειτα, μετά από ένα χρόνο περίπου, επέστρεψε πίσω στην Αθήνα τραυματισμένος στο στήθος. Εκεί οργάνωσε στην Πλατεία Ομονοίας το συλλαλητήριο της 14ης Σεπτεμβρίου του 1897, όπου κατήγγειλε δημοσίως τον ρόλο των Μεγάλων Δυνάμεων και της Βασιλικής Οικογένειας στην έκβαση του ελληνοτουρκικού πολέμου κατά τη χρονιά αυτή. Η ομιλία αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη φυλάκιση του Μαρίνου Αντύπα για ένα χρόνο. Αφού αποφυλακίστηκε, συνελήφθη πάλι και ξαναφυλακίστηκε. Ο λόγος ήταν η ηθική αυτουργία σε υπόθεση απόπειρας δολοφονίας του Βασιλιά Γεωργίου Α΄.

Το 1898 ο Μαρίνος διέκοψε τις σπουδές του στην Αθήνα για να πάει στο θείο του Γεώργιο Σκιαδαρέση στο Βουκουρέστι και στη συνέχεια στην Κεφαλλονιά. Μετά από την αποτυχία του στις εκλογές του 1906 ως υποψήφιος βουλευτής της επαρχίας της Κρανιάς, πήγε στη Θεσσαλία όπου ανέλαβε χρέη επιστάτη στα κτήματα του θείου του.[7] Εφάρμοσε πολλά προοδευτικά μέτρα όπως η αργία της Κυριακής  και η αύξηση της αμοιβής  των κολίγων από 25% της παραγωγής σε 75% μαζί με παραγραφή του χρέους τους. Παράλληλα συνέχισε τις ομιλίες και οργάνωσε και κινητοποίησε τους εξαθλιωμένους και συντετριμμένους αγρότες της Θεσσαλίας. Οι αλλαγές αυτές εξόργισαν τους τσιφλικάδες. Το αποκορύφωμα ήταν το συλλαλητήριο στο Λασποχώρι το 1907, όταν οι τσιφλικάδες αποφάσισαν τη δολοφονία του η οποία έπρεπε να φανεί ως πράξη αυτοάμυνας για την αθώωση του δράστη.

Στις 8 Μαρτίου 1907 ο Μαρίνος Αντύπας δολοφονήθηκε, στον Πυργετό της Λάρισας από άνθρωπο που είχαν προσλάβει οι μεγαλοκτηματίες του Θεσσαλικού κάμπου. Οι τελευταίες του λέξεις ήταν "Ισότης-Αδελφότης-Ελευθερία".[8]

6 Μαρτίου 1910 - η εξέγερση στο Κιλελέρ

[Bearbeiten | Quelltext bearbeiten]

Στις 6 Μαρτίου 1910 οι χωρικοί από απομακρυσμένες περιοχές συνέρρευσαν στους σταθμούς των τρένων με σκοπό να διαδηλώσουν ειρηνικά. Στο σταθμό του Κιλελέρ οι κολίγοι επιβιβάστηκαν στο τρένο με προορισμό τη Λάρισα χωρίς να πληρώσουν εισιτήριο και για αυτό το λόγο ζητήθηκε από τον διευθυντή των θεσσαλικών σιδηροδρόμων, κ.Πολίτη, η αποβίβασή τους. Οι αγρότες αποβιβάστηκαν χωρίς να δείξουν αντίσταση όμως ο διευθυντής μίλησε υβριστικά προς τους κολίγους με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν αποδοκιμασίες και λιθοβολισμοί προς την αμαξοστοιχία. Η αντίδραση του διευθυντή ήταν να ζητήσει την ένοπλη αντιμετώπιση των κολίγων από τον αξιωματικό της στρατιωτικής δύναμης, ο οποίος διέταξε φαντάρους να πυροβολήσουν τους αγρότες. Οι πυροβολισμοί είχαν ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό πολλών κολίγων και τον θάνατο δύο εξ αυτών, του Αθανάσιου Νταφούλη και του Αθανάσιου Μπόκα.

Έπειτα, το τρένο συνέχισε το δρομολόγιό του. Περνώντας, όμως, από το σταθμό Τσουλάρ δεν σταμάτησε για να επιβιβαστούν οι κολίγοι που είχαν συγκεντρωθεί γα το συλλαλητήριο. Νέοι πυροβολισμοί από τους ευζώνους επιβάτες του τρένου είχαν ως αποτέλεσμα δύο ακόμα νεκρούς και δεκάδες τραυματίες.

Σύντομα η πληροφόρηση όσων αγροτών είχαν συγκεντρωθεί στη Λάρισα, για τις αιματοχυσίες οδήγησε σε νέες διαμαρτυρίες για μοίρασμα της γης και απόδοση δικαιοσύνης. Οι ένοπλες δυνάμεις απάντησαν με νέους πυροβολισμούς που ακολουθήθηκαν από μάχη σώμα με σώμα μεταξύ των ευζώνων και των αγροτών. Αποτέλεσμα της μάχης ήταν η νίκη των κολίγων. Ο νομάρχης, ο αστυνόμος και ο φρούραρχος της Λάρισας που παρακολουθούσαν τη μάχη συνειδητοποίησαν ότι η καταστολή της εξέγερσης των κολίγων ήταν αδύνατη. Έτσι το συλλαλητήριο έληξε, αφού εγκρίθηκε το παρακάτω ψήφισμα το οποίο γνωστοποιήθηκε στην Αθήνα, τη Βουλή και την κυβέρνηση : Σύμφωνα με το περιεχόμενό του οι αγρότες απαιτούσαν την άμεση ψήφιση του νομοσχεδίου για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και τη διανομή των Ζαππείων κτημάτων, την ενίσχυση του Γεωργικού Ταμείου με φόρους και εξέφρασαν τη βαθιά τους λύπη για την άδικη, από την πλευρά της Πολιτείας, επίθεση κατά του λαού, θύματα της οποίας υπήρξαν άοπλοι και λευκοί σκλάβοι της Θεσσαλίας.

Την εξέγερση στο Κιλελέρ, στο Τσουλάρ και τη Λάρισα, ακολούθησε σύλληψη και προφυλάκιση πολλών αγροτών. Αρκετοί αθωώθηκαν στη συνέχεια με βουλεύματα και 62 από τους διαδηλωτές δικάστηκαν και αθωώθηκαν στις 23 Ιουνίου 1910, σε μια προσπάθεια εκτόνωσης της κατάστασης.[9] Για τα θύματα του Κιλελέρ αφιερώθηκαν ποιήματα που υμνούσαν την προσφορά των πεσόντων αγροτών (" Στα θύματα του γεωργικού αγώνος, 27 Φεβρουαρίου εις Καρδίτσαν, 6 Μαρτίου εις Λάρισαν"). Επίσης ο Γεωργικός Σύλλογος Φερών στις 6 Μαρτίου 1911 προσκαλώντας Σωματεία, Συλλόγους και Βουλευτές της Θεσσαλίας τέλεσε το πρώτο μνημόσυνο στον Σιδηροδρομικό σταθμό του Κιλελέρ (εφημερίδα "Πρωία", Λάρισα 1911).

Επίλυση του αγροτικού ζητήματος

[Bearbeiten | Quelltext bearbeiten]

Η εξέγερση του Κιλελέρ προκάλεσε τη συμπάθεια όλης της χώρας για τους κολίγους και επέφερε κοινωνική πίεση για άμεση επίλυση του αγροτικού ζητήματος. Η πολιτική εξουσία δεν γινόταν να παραβλέπει πλέον το θεσσαλικό ζήτημα. Αφετηρία για τη λύση του προβλήματος έγινε το 1911 από τον Ελευθέριο Βενιζέλο οπότε λήφθηκαν κάποια νομοθετικά μέτρα υπέρ των κολίγων, χωρίς να πραγματοποιηθούν απαλλοτριώσεις εξαιτίας και των πολέμων που ακολούθησαν. Μετά το 1923 επί της κυβέρνησης του Νικολάου Πλαστήρα έγιναν απαλλοτριώσεις τσιφλικιών σε μεγάλη κλίμακα.[9]

Einzelnachweise

[Bearbeiten | Quelltext bearbeiten]
  1. Ορισμός της λέξης κολίγας "Λεξικό της κοινής νεοελληνικής".
  2. a b c Κολίγοι και τσιφλικάδες (Koligi ke tsiflikades). In: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. 8. März 2010, archiviert vom Original am 16. April 2015; abgerufen am 24. März 2015 (griechisch).
  3. a b c Δημήτριος Μπούσδρας (Dimitrios Bousdas): Η Απελευθέρωσις των Σκλάβων αγροτών. (I apelevtherosis ton sklavon agroton. - Die Befreiung der ländlichen Sklaven) Athen 1951: S. 1-2.
  4. a b Ιστορία Του Ελληνικού Έθνους τόμος 1 Δ „Το θεσσαλικό πρόβλημα“. (Istoria tou ellinikou ethnous. „To thessaliko Provlima“. - Geschichte des griechischen Volkes Bd. 1,D „Das Thessalische Problem“) Εκδοτική Αθηνών Α.Ε. (Ekdotiki Athinon A.E.) 1977: S. 69–72.
  5. Μαρούλα Κλίαφα (Maroula Kliafa): Ένα δέντρο στην αυλή μας. (Ena Dentro stin avli mas. - einer in unserer Flöte) 1996: S. 189–191.
  6. «Η εξέγερση του Κιλελέρ». έκδοση της ΚΕ του ΑΚΕ, S. 11- 12.
  7. Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης: Μαρίνος Αντύπας: Ένας εξεγερμένος αγωνιστής των σοσιαλιστικών ιδεωδών. (Memento des Originals vom 13. Februar 2016 im Internet Archive) In: "ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ", 30. Juni 2013. Abgerufen am 24. März 2015 
  8. Γιώργος Πετρόπουλος: Ο άνθρωπος - σύμβολο της απελευθέρωσης της αγροτιάς In: εφημερίδα Ριζοσπάστης, 6. Mai 2007  (Seite nicht mehr abrufbar, festgestellt im Oktober 2019.)
  9. a b Αφιέρωμα στην εξέγερση του Κιλελέρ.

[[Κατηγορία:Ιστορία της Θεσσαλίας]] [[Κατηγορία:Κοινωνική ιστορία της Ελλάδας]] [[Κατηγορία:Γαιοκτησία]]